top of page
nikitas_IMG_5559_edited.jpg
logo-31.png

ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ / ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΣΚΑΥΛΟΣ

The greek bagpipe - tsabouna

H τσαμπούνα είναι ελληνικό παραδοσιακό πνευστό όργανο από την οικογένεια των άσκαυλων, δηλαδή την οικογένεια των αυλών που δεν φυσιούνται κατευθείαν από το στόμα του μουσικού αλλά μέσω μια δεξαμενής αέρα. Χρησιμοποιούταν για αιώνες στην παραδοσιακή μουσική των νησιών του Αιγαίου. Στην διάρκεια του 21ου αιώνα ξεκίνησε να εμφανίζεται σε καινούρια πλαίσια, εκτός των αγροτικών παραδόσεων ή των λαογραφικών αναπαραστάσεων.

Οργανολογία της Τσαμπούνας

Η τσαμπούνα έχει δύο μικρούς καλαμένιους ποταμούς ίσου μήκους, τοποθετημένα σε παράλληλη θέση ώστε να παίζονται σαν ένας, και κουρδισμένοι σε συμφωνία. Οι τρύπες των δακτύλων μπορεί να είναι οι ίδιες και στους δύο ποταμούς (5+5) ή και διαφορετικές (5+3, 5+1). Οι δύο ποταμοί είναι δεμένοι σε ένα ξύλινο ή καλαμένιο ζυγό που καταλήγει σε ένα κουδουνάκι, συνήθως φτιαγμένο από κέρατο αγελάδας. Ενωμένα στο πάνω μέρος των ποταμών, και κρυμμένα μέσα στον ασκό, πρόκειται για δύο καλάμια με μονή λεπίδα. 

Ο ασκός έχει δύο ανοίγματα. Το ένα κρατάει το φυσοκάλαμο και το άλλο τον ζυγό. Ο αέρας ταξιδεύει από το στόμα του οργανοπαίχτη μέσα στον ασκό μέσω του φυσοκάλαμου, έπειτα περνάει μέσα από τις λεπίδες του καλαμιού προκαλώντας τες να δονηθούν κι έτσι να δημιουργήσουν ήχο.

Χρήση της Τσαμπούνας

Το παραδοσιακό ρεπερτόριο της τσαμπούνας αποτελείται από παραδοσιακούς χορούς συγκεκριμένους σε κάθε νησί, τοπικά τραγούδια και μουσική για παραδοσιακές γιορτές που συνδέονταν με τον κύκλο του χρόνου (περίοδος Χριστουγέννων, Απόκριες). Συνήθιζε να έχει κεντρικό ρόλο σε κάθε μουσική εκδήλωση του νησιού – γάμοι, θρησκευτικές γιορτές κ.λ.π. – αλλά τις τελευταίες δεκαετίες η παραδοσιακή του χρήση έχει διατηρηθεί σε μικρές συγκεντρώσεις και ανεπίσημες γιορτές μακριά από τις κεντρικές δημόσιες περιοχές, και συναντάται κυρίως στα ορεινά χωριά και σε μικρά απομακρυσμένα νησιά.

Στο μικρό και σχεδόν μυστικό κοινωνικό περιβάλλον όπου οι παλιές μουσικές πρακτικές διατηρούνται ακόμα, η τσαμπούνα εκφράζει την πεμπτουσία της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας. Η Μουσική και ο χορός δεν είναι απλές διασκεδάσεις: είναι οχήματα κοινής μνήμης και ανα-δημιουργίας ομάδων και ένας διάλογος ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα στο άτομο και στην ομάδα. Σ’ αυτό τα πλαίσιο, τον τσαμπουνιέρη δεν θα τον δείτε ποτέ να παίζει σε σκηνή, ούτε θα τραγουδήσει ποτέ σε μικρόφωνο. H διάρκεια και οι στίχοι κάθε τραγουδιού αποφασίζονται από την ομάδα κατά την διάρκεια της παρουσίασης. Παλιές μελωδίες αποδίδονται κάθε φορά με έναν μοναδικό, πρωτόγνωρο και ανεπανάληπτο τρόπο, μακριά από κάθε έννοια τυποποίησης, κι αυτό λόγω του αυτοσχεδιασμού όχι μόνο των μουσικών αλλά και καθενός εκ των συμμετεχόντων.

Κατασκευή

Η τσαμπούνα φτιάχνεται μόνο από φυσικά υλικά, με την λιγότερη δυνατή επεξεργασία. Ο ασκός είναι από δέρμα μια ολόκληρης κατσίκας, οι ποταμοί είναι από φυσικό καλάμι, το φυσοκάλαμο είναι από κόκαλο ή άλλο κομμάτι καλάμι, η κουδούνα ένα ολόκληρο κέρατο αγελάδας. Το κερί μέλισσας χρησιμοποιείται για κόλλα, φυσικές ή δερμάτινες ίνες για το δέσιμο. Το κούρδισμα πραγματοποιείται με μαλλί ή κλωστή στο καλάμι, ή με ένα καλαμάκι μέσα στα ανοίγματα του αυλού.

Οι τσαμπούνες κατασκευάζονται παραδοσιακά όχι από εξειδικευμένους οργανοποιούς αλλά από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες. Η κατασκευή τους, όπως και το παίξιμο, μαθαίνονται εμπειρικά, χωρίς την ύπαρξη θεωρίας ή άλλου συστήματος οργανωμένης μάθησης. Τα μυστικά της τέχνης αυτής, διαφέρουν από νησί σε νησί, μεταδίδονται προφορικά ή “κλέβονται”. Όλα τα υλικά και τα εργαλεία που χρειάζονται για την κατασκευή βρίσκονται εύκολα στο οικείο περιβάλλον του τσαμπουνιέρη, ή στην φύση ή σε ένα παραδοσιακό νοικοκυριό.

Γεωγραφική Διάδοση της Ελληνικής Τσαμπούνας

Η τσαμπούνα παίζεται στις μέρες μας στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, σε κάποια των Δωδεκανήσων, στο Βόρειο Αιγαίο (Σάμο, Ικαρία, Χίο) και στην Κρήτη. Σε κάθε ένα από αυτά τα μέρη η τοπική τσαμπούνα έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, έτσι κάθε νησί έχει την δική του μοναδική εκδοχή του οργάνου. Εκτός των νησιών η τσαμπούνα παίζεται επίσης στις κοινότητες των Ποντίων (πρόσφυγες από την Μαύρη Θάλασσα) στην Βόρεια Ελλάδα και στην περιοχή της Αθήνας. Έπειτα απο την αναβίωσή της, παίζεται επίσης από μερικούς μουσικούς χωρίς να έχουν καταγωγή από τις παραπάνω περιοχές, και μπορεί να ζουν οπουδήποτε (κυρίως στην Αθήνα).

Παραλλαγές του ίδιου οργάνου συναντώνται επίσης και όχι μόνο στην Ελλάδα: τσαμπούνες άσκαυλοι παίζονται και στην Τουρκία από τους Λαζ της Μαύρης Θάλασσας, στην Βόρεια Αφρική, στην Αραβική Χερσόνησο και στις χώρες του Περσικού Κόλπου, στην Γεωργία (πρώην ΕΣΣΔ) και στην Μάλτα.

Δεν είναι όλοι οι άσκαυλοι τσαμπούνες. Μια μεγάλη ποικιλία από όργανα ασκούς, διαφορετικά από την τσαμπούνα παίζεται στην Ευρώπη, από τα Βρετανικά νησιά και την Ισπανία έως τα Βαλκάνια. Ένα από αυτά είναι η ελληνική γκάιντα που παίζεται από τον τοπικό πληθυσμό (μη-πρόσφυγες) της Μακεδονίας και της Θράκης.

Η ιστορία της Τσαμπούνας

Κάθε μέλος της οικογένειας των άσκαυλων, συμπεριλαμβανομένης της τσαμπούνας, έχει έναν ασκό και έναν ή περισσότερους αυλούς. Οι αυλοί μπορεί να ποικίλουν όσο και τα απλά πνευστά χωρίς ασκούς, και κάθε ένας από αυτούς έχει την δική του ιστορία. Κάποιοι υπάρχουν πριν την εφεύρεση του ασκού και ύστερα ενσωματώθηκαν σε αυτόν, ενώ άλλοι πρωτοεμφανίστηκαν στην διαμόρφωση του άσκαυλου.

Ως εκ τούτου δεν υπάρχει ιστορία της τσαμπούνας. Οι αυλοί ανήκουν στους πιο παλαιούς τύπους πνευστών μουσικών οργάνων, τεκμηριωμένοι χιλιάδες χρόνια πριν στους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, και πολύ αργότερα στην Ελλάδα). Η πρώτη εμφάνιση του ασκού στην Ελλάδα τοποθετείται στην Ρωμαϊκή περίοδο, και πιστεύεται ότι έχει εισαχθεί από την ανατολή, Όμως, δεν είναι γνωστό αν χρησιμοποιούταν για τσαμπούνα ή άλλο είδος άσκαυλου.

Η τσαμπούνα στην σημερινή μορφή δεν αναφέρεται σε πηγές παλαιότερες από τον 15ο αιώνα: η αποκλειστικά δημοφιλής αγροτική χρήση δεν είχε κανένα ενδιαφέρον στους συγγραφείς στους οποίους οφείλουμε λεπτομερείς πληροφορίες για καλλιτεχνική και θρησκευτική μουσική των περασμένων δεκαετιών αλλά σχεδόν τίποτα για εορταστικές εκδηλώσεις στα χωριά. Συνεπώς, η ακριβής προέλευση του συγκεκριμένου τύπου αυτού του οργάνου έχει χαθεί στην άγραφη ιστορία των πολιτισμών.

Σημερινή Αναβίωση

Στον 21ο αιώνα το ενδιαφέρον για την τσαμπούνα αυξάνεται και επαναπροσδιορίζεται. Παρ’ όλο που η παράδοση προέκυψε από ένα παρωχημένο στην σημερινή εποχή κοινωνικό πλαίσιο, η τρέχουσα πραγματικότητα γεννά μια νέα παράδοση. Νέοι μουσικοί, νέο κοινό, νέοι όροι ακρόασης, νέο ρεπερτόριο μαζί με το παλιό, και πιο σημαντικό, νέα ή τυχαία μηνύματα, διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ένα παλιό όργανο παραμένει ζωντανό και μάλιστα κερδίσει σε δημοτικότητα. Αυτή η νέα παράδοση πηγαίνει πλάι πλάι με την παλιά που συνεχίζεται ακόμα, και εμπνέεται από αυτήν. Ταυτόχρονα σπάει τον τελευταίο κοντινότερο δεσμό με τις τοπικές κοινωνίες, μεταμορφώνοντας της μουσική της τσαμπούνας από ένα σύνολο με τοπικές διαλέκτους σε κοινή γλώσσα (lingua franca).

Περικλής Σχινάς

bottom of page